λιπαίνω

λιπαίνω
(αόρ. ελίπανα и ελίπηνα, παθ. αόρ. ελιπάνθην) μετ.
1) смазывать жиром;

λιπαίνω τούς τροχούς — смазывать колёса;

2) удобрять (землю)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λιπαίνω" в других словарях:

  • λιπαίνω — oil pres subj act 1st sg λιπαίνω oil pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαίνω — λιπαίνω, λίπανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λιπαίνω — (AM λιπαίνω) [λίπα] 1. επιχρίω, αλείφω με λίπος ή με άλλη λιπαρή ουσία («λιπαίνειν τὴν κεφαλὴν ἐλαίῳ», Ιπποκρ.) 2. λαδώνω ένα περιστρεφόμενο εξάρτημα, ιδίως άξονα, μηχανήματος για να τό προστατεύσω και να τό συντηρήσω από τη φθορά που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • λιπαίνω — λίπανα, λιπάνθηκα, λιπασμένος 1. αλείφω με λιπαρή ουσία. 2. λαδώνω μηχανή. 3. ρίχνω λίπασμα στο χωράφι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιπαίνῃ — λιπαίνω oil pres subj mp 2nd sg λιπαίνω oil pres ind mp 2nd sg λιπαίνω oil pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαινομένων — λιπαίνω oil pres part mp fem gen pl λιπαίνω oil pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαινόμενον — λιπαίνω oil pres part mp masc acc sg λιπαίνω oil pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαινόντων — λιπαίνω oil pres part act masc/neut gen pl λιπαίνω oil pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπανεῖ — λιπαίνω oil fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) λιπαίνω oil fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπανοῦσι — λιπαίνω oil fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) λιπαίνω oil fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαῖνον — λιπαίνω oil pres part act masc voc sg λιπαίνω oil pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»